- ασχεδίαστος
- η , ο [ος , ον ]1) бесплановый; 2) незапланированный, непредвиденный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασχεδίαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σχεδιαστεί 2. εκείνος που έχει σχεδιαστεί άσχημα, χωρίς προμελέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σχεδιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ασχεδίαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε σχεδιάστηκε, δεν προμελετήθηκε: Το έργο είχε γίνει πρόχειρα, ασχεδίαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)